απριγδα

απριγδα
    ἄπριγδα
    adv. Aesch. = ἄπριξ

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απριγδα" в других словарях:

  • άπριγδα — ἄπριγδα επίρρ. (Α) απρίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικός, σύνθετος από α επιτατικό και πρίω «πριονίζω». Παράλληλος τ. απρίξ*] …   Dictionary of Greek

  • ἄπριγδα — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπριγδ' — ἄπριγδα , ἄπριγδα indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απριγδόπληκτος — ἀπριγδόπληκτος, ον (Α) [άπριγδα] αυτός που τον κτυπούν αδιάκοπα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»